σθεναρός

σθεναρός
η , ό[ν]
1) сильный, мощный, крепкий;

σθεναρό χέρι — крепкая рука;

2) смелый, отважный, храбрый;

σθεναρή στάση — смелая позиция


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σθεναρός" в других словарях:

  • σθεναρός — strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος …   Dictionary of Greek

  • σθεναρός — ή, ό επίρρ. ά 1. δυνατός, ισχυρός: Οι πολιορκητές της πόλης υποχώρησαν μπροστά στη σθεναρή αντίσταση των υπερασπιστών της. 2. τολμηρός, γενναίος: Η σθεναρή στάση της Ελλάδας στο Αιγαίο θα αποθαρρύνει τον τουρκικό επεκτατισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σθεναρά — σθεναρός strong neut nom/voc/acc pl σθεναρά̱ , σθεναρός strong fem nom/voc/acc dual σθεναρά̱ , σθεναρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναρώτερον — σθεναρός strong adverbial comp σθεναρός strong masc acc comp sg σθεναρός strong neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναρῶν — σθεναρός strong fem gen pl σθεναρός strong masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναρόν — σθεναρός strong masc acc sg σθεναρός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναραί — σθεναρός strong fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναροῖς — σθεναρός strong masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναροῖσιν — σθεναρός strong masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναροί — σθεναρός strong masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»